εξάχρονος

εξάχρονος
η , ο [ος , ον ]
1) шестилетний; 2) шестимёрный (о стихотворном размере)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξάχρονος" в других словарях:

  • ἑξάχρονος — of six times masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάχρονος — η, ο (AM ἑξάχρονος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών 2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από έξι βραχύχρονες συλλαβές μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχρονον χρονικό διάστημα έξι ετών …   Dictionary of Greek

  • εξάχρονος — η, ο 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάχρονο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑξαχρόνους — ἑξάχρονος of six times masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξάχρονοι — ἑξάχρονος of six times masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάσημος — η, ο (Α ἑξάσημος, ον) 1. (μετρ.) ο μετρικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, αλλιώς εξάχρονος 2. (βυζ. μουσ.) ρυθμικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται είτε με τρία δίσημα είτε με δύο τρίσημα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»